καταδρύπτω

καταδρύπτω
καταδρύπτω (Α)
ξεσχίζω, κατασπαράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δρύπτω «ξεσχίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταδρύψαι — καταδρύπτω tear in pieces aor inf act καταδρύψαῑ , καταδρύπτω tear in pieces aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδρύψεις — καταδρύπτω tear in pieces aor subj act 2nd sg (epic) καταδρύπτω tear in pieces fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδρύπτειν — καταδρύπτω tear in pieces pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδρύπτεσθαι — καταδρύπτω tear in pieces pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδρύπτοντες — καταδρύπτω tear in pieces pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεδρύπτετο — καταδρύπτω tear in pieces imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεδρύπτοντο — καταδρύπτω tear in pieces imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέδρυψε — καταδρύπτω tear in pieces aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάδρυμμα — κατάδρυμμα, τὸ (Α) [καταδρύπτω] σπάραγμα, ξέσχισμα …   Dictionary of Greek

  • καταδρύψασα — καταδρύψᾱσα , καταδρύπτω tear in pieces aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”